- τσοντάρισμα
- το, Ν [τσοντάρω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσοντάρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσοντάρισμα — το, ατος 1. προσθήκη τσόντας (βλ. λ.). 2. μτφ., συμπλήρωση χρηματικού ποσού για συμμετοχή σε οικονομική ενίσχυση: Δεν έχει κανένα στον κόσμο και ζει με τσονταρίσματα από φιλάνθρωπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρέκταμα — το, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. το αποτέλεσμα τού παρεκτείνω, η επέκταση, προέκταση, προσθήκη, επιμήκυνση, το μάτισμα, το τσοντάρισμα 2. κάθε τμήμα που προστίθεται σ ένα σύνολο ως συμπλήρωμα με σκοπό την επέκτασή του, η τσόντα 3. απόκομμα, απόσπασμα,… … Dictionary of Greek